- τίκτε
- τίκτωbring into the worldpres imperat act 2nd sgτίκτωbring into the worldimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίκτ' — τίκτε , τίκτω bring into the world pres imperat act 2nd sg τίκτε , τίκτω bring into the world imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίχθ' — τίκτε , τίκτω bring into the world pres imperat act 2nd sg τίκτε , τίκτω bring into the world imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίκτεν — τίκτε̄ν , τίκτω bring into the world pres inf act (epic doric) τίκτω bring into the world imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OVIS Gemellipara — seu διδυμοτόκος, Cantici c. 4. v. 2. Dentes tui sunt, ut grex ovium aequalium, quae ex lavacro ascendunt, et omnes sunt gemilliparae, neque ulla est, quae abortiat: unde hallucinantur Arabes quidam Scriptores, qi ovem quotannis semel tantûm… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
θεόφρων — θεόφρων, ον (AM) αυτός που έχει θείο φρόνημα, ο ευσεβής («τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.). επίρρ... θεοφρόνως (AM) με τη θεία φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… … Dictionary of Greek
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek